- Δικαιᾶν
- Δικαίαfem gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικαιᾶν — δίκαιος observant of custom masc/fem gen pl (doric) δικαία fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαίαν — δικαίᾱν , δίκαιος observant of custom fem acc sg (attic doric aeolic) δικαίᾱν , δικαία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκαιαν — Δικαία fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЕЛИСЕЙ — [евр. , греч. Ελισαιε, ᾿Ελισαῖος, ᾿Ελισσαῖος], ветхозаветный прор. IX в. до Р. Х. (пам. 14 июня и в Соборе Синайских преподобных). Был учеником и преемником прор. Илии. Имя Елисей переводится как «Бог спасение» или «Бог спасает». Сведения о жизни … Православная энциклопедия
CLEANTHES — I. CLEANTHES Historicus quidam laudatus a Schol. in Aristoph. Equites. II. CLEANTHES Stoicus Philosophus, Cratetis primus discipulus, Zenonis Cittiensis successor. Hic Phoniae Assii filius, egregius pugil, cum Athenas venisset, Zenoni adhaerens… … Hofmann J. Lexicon universale
JUSTA Vestis — Gr. Δικαία ἐςθὴς, dicta est, quae sic ad conpus est apta, ut nec fluat, nec scrangnlet. Unde elugamer iustae runieae mensuram, quae nec longier aequo, nec iusto brevior esset, Iustitiam quadratum dixit Tertullian. de Pallio Ubi Iustitiam vocat… … Hofmann J. Lexicon universale
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
επαξιώ — ἐπαξιῶ, όω (AM) νομίζω κάτι σωστό, θεωρώ πρέπον («χρόνῳ μακρῷ φιλτάταν ὁδὸν ἐπαξιώσας ὧδέ μοι φανῆναι», Σοφ.) αρχ. (με αιτ. προσ. και απρμφ.) 1. θεωρώ κάποιον άξιο ώστε να κάνω κάτι γι αυτόν («ὁ γὰρ ξένος σε ἐπαξιοῑ δικαίαν χάριν παρασχεῑν»,… … Dictionary of Greek
μέμψη — η (ΑM μέμψις) [μέμφομαι] 1. μομφή, επίπληξη («μέμψιν δικαίαν μέμφομαι», Αριστοφ.) 2. παράπονο νεοελλ. φρ. «μέμψη αστόργου δωρεάς» αγωγή για την ανατροπή τών τελευταίων δωρεών τού κληρονομουμένου όταν με την περιουσία που αφήνει δεν καλύπτεται η… … Dictionary of Greek